γραμμικοί

γραμμικοί
γραμμικός
linear
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γραμμικοί επιταχυντές — Κατηγορία επιταχυντών στους οποίους τα ηλεκτρόνια κινούνται σε ευθεία γραμμή (βλ. λ. επιταχυντής, μπέβατρο) …   Dictionary of Greek

  • γραμμικοί μετασχηματισμοί — Σε έναν χώρο η διαστάσεων γραμμικός ονομάζεται ο μετασχηματισμός με τον οποίο γίνεται δυνατή η αντιστοιχία ενός σημείου Μ προς ένα σημείο M’, του οποίου οι η συντεταγμένες εκφράζονται γραμμικά, σε συνάρτηση με τις η συντεταγμένες του Μ …   Dictionary of Greek

  • γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • επιταχυντής — Μηχάνημα που προσδίδει αρκετά υψηλή ενέργεια σε ατομικά ή υποατομικά σωματίδια με ηλεκτρικό φορτίο, όπως τα ηλεκτρόνια, τα πρωτόνια, τα δευτερόνια. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση της επιταχυντικής δράσης των ηλεκτρικών και ηλεκτρομαγνητικών… …   Dictionary of Greek

  • τέμνουσα — Η ευθεία, που συναντά την περιφέρεια σε δύο σημεία πραγματικά και διαφορετικά. Μία ευθεία ως προς μία περιφέρεια ονομάζεται τ., εφαπτομένη ή εξωτερική, αν η απόστασή της από το κέντρο της περιφέρειας είναι αντίστοιχα μικρότερη, ίση ή μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • μετασχηματισμός (συνόλου) — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά ως συνώνυμος του όρου αμφιμονοσήμαντη απεικόνιση (ένα προς ένα απεικόνιση) ενός συνόλου στον εαυτό του. Έστω I είναι ένα σύνολο (διαφορετικό από το κενό) και t ένας μετασχηματισμός του Ι. Τότε σε κάθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”